- υπόκυρτος
- -η, -ο / ὑπόκυρτος, -ον, ΝΜΑ [κυρτός]λίγο κυρτός, κάπως κυρτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόκυρτος — gibbous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόκυρτον — ὑπόκυρτος gibbous masc/fem acc sg ὑπόκυρτος gibbous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκυρτότερος — ὑπόκυρτος gibbous masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκύρτου — ὑπόκυρτος gibbous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκύρτους — ὑπόκυρτος gibbous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
υποκυρτώ — όω, ΜΑ [ὑπόκυρτος] μσν. (αμτβ.) κυρτώνω λίγο («προσφωνοῡντες, ὑποκυρτοῡντες», Ευστ.) αρχ. 1. καθιστώ κάτι λίγο κυρτό 2. παθ. ὑποκυρτοῡμαι, όομαι γίνομαι λίγο κυρτός («τὸ ἕλκος ὑποκυρτοῡται», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
υπόκυφος — ον, Α ὑπόκυρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κυφός «κυρτός, καμπούρης»] … Dictionary of Greek